- σοφιστικός
- -ή, -ό / σοφιστικός, -ή, -όν, ΝΑ [σοφιστής]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σοφιστή2. χαρακτηριστικός τού σοφιστή, δηλαδή απατηλός, ψευδής (α. «σοφιστικά επιχειρήματα» β. «ἐροῡμεν σοφὸν ἢ σοφιστικόν», Πλάτ.)3. το θηλ. ως ουσ. η σοφιστικήη τέχνη τών σοφιστώναρχ.φρ. «Περὶ σοφιστικῶν ἐλέγχων» — τίτλος έργου τού Αριστοτέλους.επίρρ...σοφιστικώς / σοφιστικῶς ΝΑ, και σοφιστικά Νμε σοφιστικό τρόπο («ξυνελθόντες σοφιστικῶς εἰς μάχην», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.